πορθητής

πορθητής
ο, ΝΜΑ [πορθώ]
αυτός που κυριεύει και λεηλατεί πόλη ή χώρα, εκπορθητής («τῷ τᾱς Τροίας πορθητᾷ», Ευρ.)
νεοελλ.
1. ως κύριο όν. ο Πορθητής
προσωνυμία που δόθηκε στον Μωάμεθ Β' ο οποίος το 1453 πολιόρκησε και κυρίευσε την Κωνσταντινούπολη
2. ζωολ. γένος μεγάλων απτέρυγων ακρίδων που απαντούν στην Αφρική, στη νότια Ευρώπη και στην Ασία, αλλ. παμφάγος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πορθητής — destroyer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορθητής — ο αυτός που κυριεύει πόλη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πορθηταῖς — πορθητής destroyer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορθηταί — πορθητής destroyer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορθητοῦ — πορθητής destroyer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορθητήν — πορθητής destroyer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορθητά — πορθητά̱ , πορθητής destroyer masc nom/voc/acc dual πορθητής destroyer masc voc sg πορθητής destroyer masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μωάμεθ ή Μεχμέτ — Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’, ο λεγόμενος Τζελεμπί (1389; 1421). Γιος του σουλτάνου Βαγιαζήτ A’, ανέβηκε στον θρόνο το 1402, ύστερα από την αιχμαλωσία του πατέρα του στη μάχη της Αγκύρας και τη νίκη του Ταμερλάνου. Ο …   Dictionary of Greek

  • πορθητάς — πορθητά̱ς , πορθητής destroyer masc acc pl πορθητά̱ς , πορθητής destroyer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καραμανίδες — Δυναστεία Τουρκομάνων της Μικράς Ασίας, που οφείλει την ονομασία της στον Αρμένιο ιδρυτή της, Καραμάν. Ο ίδιος, ευνοούμενος του Σελτζούκου σουλτάνου του Ικονίου Αλαεντίν Α’ (1220 37), κατέλαβε με τη βοήθειά του ανώτατα αξιώματα και έγινε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”